αεριούχος

αεριούχος
-ο
αυτός που περιέχει αέριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + -ούχος < έχω
απόδοση στα Ελληνικά τής γαλλ. φράσης contenant du gaz].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αεριούχος — α, ο αυτός που περιέχει αέριο: Πολλά εμφιαλωμένα ποτά είναι αεριούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • αφρώδης — ( ους), ες (AM ἀφρώδης, ες) αυτός που έχει αφρούς, που είναι γεμάτος από αφρούς νεοελλ. «αφρώδης οίνος» ή «καμπανίτης οίνος» φυσικά αεριούχος οίνος, δηλ. εμπλουτισμένος με διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο παράγεται κατά το τέλος της αλκοολικής… …   Dictionary of Greek

  • γκαζόζα — και γαζόζα, η αεριούχο ποτό με οξυανθρακικό ύδωρ και χυμό λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gasosa, θηλ. τού επιθ. gasoso «αεριούχος»] …   Dictionary of Greek

  • πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”